λομβρός

λομβρός
λομβρός
Grammatical information: adj.
Meaning: indecent dance (Poll, 4, 105)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One compares λομβούς τοὺς ἀπεσκολυμμένους H. Bechtel Spitznamen 61 gives PN Λόμβαξ. Etym. unknown.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λομβρός — λομβρός, όν (Α) (το ουδ. στον συγκριτ.) λομβρότερον (για μια άσεμνη όρχηση) απρεπέστερα, αισχρότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Συνδέεται με τα λόμβαι, λομβός και πιθ. με το ανθρωπωνύμιο Λόμβαξ] …   Dictionary of Greek

  • λομβρότερον — λομβρός adverbial comp λομβρός masc acc comp sg λομβρός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λομβός — λομβός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λομβούς τοὺς ἀπεσκολυμμένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τα λόμβαι, λομβρός*] …   Dictionary of Greek

  • λόμβαι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «αἱ τῇ Ἀρτέμιδι θυσιῶν ἄρχουσαι, ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν παιδιὰν σκευῆς, οι γὰρ φάλητες οὕτω καλοῡνται». [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με τα λομβός, λομβρός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”